- υπόφαση
- η / ὑπόφασις, -άσεως, ΝΑ [ὑποφαίνω]νεοελλ.ιατρ. παθολογική κατάσταση τών οφθαλμών, με μισόκλειστα βλέφαρα ώστε να φαίνεται μέρος μόνο τού βολβούαρχ.1. το να είναι τα μάτια μισάνοιχτα κατά τη διάρκεια τού ύπνου, το να λαγοκοιμάται κανείς2. το να μισοφαίνονται τα πράγματα, γιατί βρίσκονται χαμηλά στο οπτικό πεδίο.
Dictionary of Greek. 2013.